μέλινος

μέλινος
(I)
μέλινος, ὁ (Α)
το φυτό μελίνη*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελίνη* με αλλαγή γένους].
————————
(II)
-η -ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, -ίνη, -ον)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ' ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. -ινος. Ο τ. μειλινός με -ει- οφείλεται είτε σε μετρική έκταση είτε σε αντέκταση (< *σμελF-)
βλ. και λ. μελία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μέλινος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίνων — μέλινος fem gen pl (epic) μέλινος masc/neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείλινον — μέλινος masc acc sg (epic) μέλινος neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίνη — μέλινος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίνης — μέλινος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίνου — μέλινος masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίνη — μέλινος fem nom/voc sg (attic epic ionic) μελίνη Italian millet fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίνην — μέλινος fem acc sg (attic epic ionic) μελίνη Italian millet fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίνης — μέλινος fem gen sg (attic epic ionic) μελίνη Italian millet fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίνους — μέλινος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”