- μέλινος
- (I)μέλινος, ὁ (Α)το φυτό μελίνη*.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελίνη* με αλλαγή γένους].————————(II)-η -ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, -ίνη, -ον)αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ' ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. -ινος. Ο τ. μειλινός με -ει- οφείλεται είτε σε μετρική έκταση είτε σε αντέκταση (< *σμελF-)βλ. και λ. μελία].
Dictionary of Greek. 2013.